- λαδόμυλος
- οτο ελαιοτριβείο, το λιοτρίβι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαδόμυλος — ο ελαιόμυλος, ελαιοτριβείο … Dictionary of Greek
ελαιόμυλος — και λαδόμυλος, ο εγκατάσταση για σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου ανάμεσα σε περιστρεφόμενους από ανθρώπους ή ζώα μυλόλιθους για παραγωγή λαδιού, το λιοτρίβι … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek